Λοιμώξεις Κοινότητας
Α. Ουρολοιμώξεις
Οι ουρολοιμώξεις είναι συχνή επιπλοκή του μακροχρόνιου καθετηριασμού της ουροδόχου κύστης είτε εντός είτε εκτός του νοσοκομείου.
Έχει βρεθεί ότι κάθε ουροκαθετήρας αποικίζεται με μικρόβια μετά τις δύο εβδομάδες από τη τοποθέτηση του. Αυτό διαπιστώνεται εύκολα με τη καλλιέργεια ούρων. Εντούτοις, η θετική καλλιέργεια ούρων σε ασθενή με καθετήρα δεν είναι απαραίτητα λόγος για να δοθεί αντιμικροβιακή αγωγή, ούτε για να αφαιρεθεί – αλλαχθεί ο καθετήρας.
Αντιβιοτικά χρειάζονται μόνο όταν υπάρχουν συμπτώματα που αποδίδονται σε ουρολοίμωξη, δηλαδή υψηλός πυρετός ή διαταραχή του επιπέδου συνείδησης σε ηλικιωμένους. Σε αυτές τις περιπτώσεις χορηγείται ενδοφλέβια αντιμικροβιακή αγωγή για 7 – 14 ημέρες βάσει της καλλιέργειας ούρων και ο καθετήρας αντικαθίσταται με καινούριο.
Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι πλέον συνιστάται η αλλαγή του καθετήρα μόνον όταν αυτός δεν λειτουργεί ή προκαλέσει ουρολοίμωξη. Αντίθετα η περιοδική αντικατάσταση του καθετήρα δεν συνιστάται πια.
Β. Γρίπη
Η γρίπη είναι μια κοινή λοίμωξη του ανώτερου ή/και κατώτερου αναπνευστικού με εποχική κατανομή κατά τους χειμερινούς μήνες (στην Ελλάδα από Δεκέμβριο έως Απρίλιο).
Οφείλεται στους ιούς της γρίπης Α (που συνδέεται με βαρύτερη νόσηση), Β και C (σπάνιος, προκαλεί νόσο σε παιδιά). Είναι γνωστά παθογόνα από την αρχαιότητα. Λόγω αλλαγών στα αντιγόνα (πρωτεΐνες) του ιού που συμβαίνουν περιοδικά, είναι ικανός να προσβάλλει μαζικά πληθυσμούς χωρίς ανοσιακή μνήμη και να προκαλεί έτσι πανδημίες (πιο γνωστή η Ισπανική γρίπη του 1918, τελευταία αυτή του 2009 από τον Η1Ν1). Στις πανδημίες υπολογίζεται ότι προσβάλλεται ακόμα και το 1/3 του συνολικού πληθυσμού.
Ο τύπος Α διακρίνεται με βάση τις πρωτεΐνες hemagglutinin (Η) και τη νευραμινιδάση (Ν) σε πολλούς υποτύπους, από τους οποίους συνηθέστερα απαντώνται στον άνθρωπο οι Η1Ν1 και Η3Ν2.
Η άμεση έναρξη θεραπείας στα δύο πρώτα 24ωρα των συμπτωμάτων είναι αυτό που ανακουφίζει τον πάσχοντα, προλαμβάνει τη μετάδοση στους οικείους του και ίσως μειώνει τον κίνδυνο επιπλοκών.
Συμπτώματα
Τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της γρίπης είναι ο υψηλός πυρετός 38 – 40 oC, η κεφαλαλγία (πονοκέφαλος), η έντονη κακουχία και οι μυαλγίες. Ο ασθενής έχει επίσης ρινική συμφόρηση ή καταρροή και βήχα, αυτά όμως δεν είναι συμπτώματα ειδικά για τη γρίπη. Ενίοτε υπάρχουν έμετοι και κοιλιακό άλγος. Συνήθως η νόσος αυτοπεριορίζεται με συνολική διάρκεια συμπτωμάτων περίπου μία εβδομάδα. Ο πυρετός μπορεί να είναι άνω των 39 oC για > 5 ημέρες.
Η περίοδος επώασης, δηλαδή το διάστημα από τη μετάδοση του ιού ως την εμφάνιση συμπτωμάτων είναι 1 – 3 ημέρες.
Μετάδοση
Αυτή διαρκεί κατά μέσο όρο 5 ημέρες (μπορεί να είναι και περισσότερο). Η λοίμωξη είναι ιδιαίτερα μεταδοτική, κυρίως όσο υπάρχει πυρετός και βήχας – πταρμός (φτέρνισμα). Προσβάλλεται κανείς με την εισπνοή σταγονιδίων από βήχα ή πταρμό πάσχοντα ή με την επαφή (χειραψία) με πάσχοντα. Από επιφάνειες επίσης ο ιός μπορεί να περάσει στα χέρια και από εκεί στο στόμα, μάτια, μύτη. Συνεπώς όποιος πάσχει από γρίπη μπορεί να προστατεύσει τους γύρω του βάζοντας το χέρι (ή μια μάσκα) μπροστά στο στόμα ή τη μύτη όταν βήχει ή πταρνίζεται και πλένοντας συχνά τα χέρια του.
Διάγνωση
Τους επιδημικούς μήνες (Ιανουάριο ως Μάρτιο) η διάγνωση είναι κλινική. Δηλαδή η συμβατή κλινική εικόνα σημαίνει γρίπη μέχρι αποδείξεως του εναντίου και πρέπει να οδηγεί σε άμεση έναρξη θεραπείας όπου ενδείκνυται χωρίς να απαιτείται η εργαστηριακή επιβεβαίωση. Η εργαστηριακή επιβεβαίωση δεν πρέπει να καθυστερεί την έναρξη αγωγής. Αν όμως η ακριβής διάγνωση είναι απαραίτητη, γίνεται με:
- το ταχύ τεστ σε επίχρισμα από τη μύτη ή το φάρυγγα που ανιχνεύει το αντιγόνο του ιού, διακρίνει μόνο γρίπη Α ή Β, δίδει αποτέλεσμα σε λιγότερο από 30 λεπτά, αλλά έχει πολλά ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα (δηλαδή να μην δείξει γρίπη ενώ υπάρχει) και
- μοριακές τεχνικές (PCR) που γίνονται σε επίχρισμα από το φάρυγγα, δεν έχουν ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα, όμως η απάντηση μπορεί να καθυστερήσει 24 ώρες.
Θεραπεία
Είναι ουσιαστικά ο αναστολέας νευραμινιδάσης oseltamivir (Tamiflu). Το Tamiflu έχει αποδειχθεί ότι ελαττώνει κατά 24 – 36 ώρες τη διάρκεια των συμπτωμάτων σε ασθενείς με γρίπη χωρίς επιπλοκές εφόσον το ξεκινήσουν το αργότερο 48 ώρες από την έναρξη της νόσου. Επίσης βραχύνει τη περίοδο μεταδοτικότητας, καθώς μετά τις 48 ώρες λήψης Tamiflu ο ασθενής δεν μεταδίδει πια. Δεν είναι απόλυτα σαφές αν προλαμβάνει την εμφάνιση επιπλοκών ή την ανάγκη για νοσηλεία, γεγονός είναι όμως ότι αποτελεί το μόνο διαθέσιμο μέσο να αλλάξει κανείς τη πορεία της νόσου.
Η χρήση του ενδείκνυται απολύτως σε ασθενείς με επιπλοκές της γρίπης (πνευμονία, αναπνευστική ανεπάρκεια) είτε αυτοί εισαχθούν στο νοσοκομείο για νοσηλεία είτε όχι. Στη περίπτωση πνευμονίας χρειάζονται και αντιβιοτικά για επιλοίμωξη από μικρόβια, αφού το Tamiflu έχει μόνο αντιϊκή δράση. Το Tamiflu συνιστάται επίσης σε όλους τους ασθενείς που εισάγονται στο νοσοκομείο με γρίπη ή νοσηλεύονται για άλλο λόγο και ΄κολλούν΄γρίπη στο νοσοκομείο. Συνιστάται ακόμα σε όλους τους πάσχοντες όταν αυτοί έρχονται σε επαφή ή συγκατοικούν ή φροντίζουν άτομα με χρόνια νοσήματα, βρέφη, ηλικιωμένους ή ασθενείς με οποιαδήποτε ανοσοκαταστολή.
Σε ότι αφορά τους ασθενείς με γρίπη χωρίς ιατρικό ιστορικό ή προβλήματα υγείας, η θεραπεία δεν έχει απόλυτη ένδειξη. Μπορεί όμως να δοθεί με τη σύμφωνη γνώμη του ιατρού και του ασθενή ώστε να βραχύνει τη διάρκεια των συμπτωμάτων. Η δόση του Tamiflu είναι ένα χάπι των 75 mg ανά 12ωρο για 5 ημέρες. Κύρια παρενέργεια του είναι η ναυτία – έμετοι.
Πρόληψη
Κύριο μέσο πρόληψης είναι ο εμβολιασμός, ο οποίος συνιστάται απολύτως σε άτομα άνω των 65 ετών και άτομα με χρόνια αναπνευστικά ή καρδιολογικά προβλήματα, σακχαρώδη διαβήτη ή άλλη ανοσοκαταστολή. Συνιστάται επίσης σε άτομα υγιή που έρχονται σε επαφή με ευπαθείς ανθρώπους π.χ βρέφη. Οι έγκυες γυναίκες είναι ακόμα ανάγκη να εμβολιάζονται.
Το εμβόλιο που κυκλοφορεί ενόψει της εποχικής γρίπης περιέχει κάποιους τύπους γρίπης Α (συνήθως ένα στέλεχος Η1Ν1 και ένα στέλεχος Η3Ν2) και Β, εν μέρει βασιζόμενο στα στελέχη της προηγούμενης χρονιάς. Λόγω των αντιγονικών αλλαγών του ιού κάθε χρόνο, είναι πιθανό και έχει παρατηρηθεί να μην καλύπτει απόλυτα τα στελέχη που τελικά κυκλοφορούν στη κοινότητα. Ακόμα κι έτσι όμως παρέχει έστω μερική κάλυψη και τροποποιεί – προς το ηπιότερο – τη πορεία της γρίπης.
Έτερο μέσο προφύλαξης είναι η λήψη Tamiflu στη μισή δόση (ένα χάπι των 75 mg μία φορά την ημέρα) για να προφυλαχθεί κανείς (να μην ‘κολλήσει’) όταν νοσήσει άτομο στο κοντινό του περιβάλλον. Αυτή η πρακτική συνιστάται ιδιαίτερα σε ευπαθείς ομάδες, άσχετα αν έχουν εμβολιαστεί ή όχι).